ἐπιειμένε

ἐπιειμένε
ἐπϊειμένε , ἐφέζομαι
sit upon
perf part mp masc voc sg
ἐπϊειμένε , ἐφίημι
send to
perf part mp masc voc sg
ἐπϊειμένε , ἐπιέννυμι
put on besides
perf part pass masc voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • επιέννυμι — ἐπιέννυμι (Α) 1. ρίχνω ένδυμα πάνω σε κάποιον («χλαῖναν δ’ ἐπιέσσαμεν ἡμεῖς», Ομ. Οδ.) 2. μέσ. ντύνομαι 3. φρ. α) «ἐπιέννυμαι γῆν» ντύνομαι το χώμα, πεθαίνω β) «ἀναιδείην ἐπιειμένε» που φοράς την αναίδεια σαν ρούχο σου, αδιάντροπε. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”